μίστικο

μίστικο
το
ναυτ. μικρό ιστιοφόρο πλοίο ισπανικού τύπου, χωρητικότητας 20 ώς 70 τόννων το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά τον 18ο και 19ο αιώνα ως πειρατικό, αλλά και ως ακτοπλοϊκό εμπορικό, ως βοηθητικό τού στόλου, για την αποστολή μηνυμάτων και ως ελαφρό καταδρομικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mistigo < ισπ. mistico].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αλύκουρας, Γεώργιος — Αγωνιστήςτου 1821. Καταγόταν από το Γαλαξίδι. Στην καταστροφή της πόλης έχασε το πλοίο του Άγιος Νικόλαος, ναυπήγησε όμως αργότερα άλλο μίστικο (δηλαδή μικρό τρικάταρτο ιστιοφόρο), τον Εχθρολέτη, με το οποίο πολέμησε υπό τους Κόχραν και Χάστινγκς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”