- μίστικο
- τοναυτ. μικρό ιστιοφόρο πλοίο ισπανικού τύπου, χωρητικότητας 20 ώς 70 τόννων το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά τον 18ο και 19ο αιώνα ως πειρατικό, αλλά και ως ακτοπλοϊκό εμπορικό, ως βοηθητικό τού στόλου, για την αποστολή μηνυμάτων και ως ελαφρό καταδρομικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mistigo < ισπ. mistico].
Dictionary of Greek. 2013.